μανία Ph.2.522
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άσκηπτος — ἄσκηπτος, ον (AM) [σκήπτομαι] ο απροσποίητος, ο ειλικρινής … Dictionary of Greek
ἄσκηπτος — that cannot be feigned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)